Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναχωρεω
ἀναχωρέω
ἀνα-χωρέω
; 1) возвращаться назад
ex. (ἐπ΄ οἴκου Thuc.; πάλιν Plat.)
; 2) отступать, отходить
ex. (ἄψ Hom.; εἰς τοὐπίσω Lys., Plat.)
φυγῇ ἀ. Plat. — обратиться в бегство
; 3) уходить, удаляться
ex. (μεγάροιο μυχόνδε Hom.; ἐς τἡν ἀκρόπολιν Her.)
ἀ. ὑπό τινος Her. — быть вытесняемым кем-л.;
ἀ. ἐκ τῶν πραγμάτων Polyb. — уходить от дел;
πολισμάτιον ἀνακεχωρηκος ἀπὸ τῆς θαλάττης Polyb. — городок, расположенный вдали от моря;
τὰ ἀνακεχωρηκέναι τῆς γραφῆς Arst. — глубина (перспектива) рисунка
; 4) воздерживаться, отказываться
ex. (εκ τινος Plat.)
; 5) переходить, наследоваться
ex. (ἡ βασιληιη ἀνεχώρεε ἐς τον παῖδα Her.)