Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιστομιζω
ἐπιστομίζω
ἐπι-στομίζω
; 1) досл. взнуздывать, перен. надевать на рот
ex. (φορβαίᾳ καὴ αὐλοῖς ἑαυτόν Plut.)
; 2) обуздывать, заставлять замолчать
ex. (τινά Arph., Aeschin., Dem., Luc.; τινὰ σοφίσματί τινι Plut.; τινί и ὑπό τινος ἐπιστομισθείς Plat., Plut.)
; 3) заставлять упасть ничком
ex. (τὸν τρέχοντα Luc.)