Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατατηκω
κατατήκω
κατα-τήκω
дор. κατατάκω (ᾱκ)
; 1) плавить, растапливать
ex. (ὡς δὲ χιὼν κατατήκεται, ἥντ΄ Εὖρος κατέτηξεν Hom.)
; 2) растворять, разлагать
ex. (τὰς σάρκας Her.)
; 3) истреблять, уничтожать
ex. (κατατήκει ὁ χρόνος, sc. πάντα Arst.)
; 4) разрежать
ex. (ἀέρα Plat.)
; 5) томить, снедать
ex. (ψυχέν λύπαις Diog.L.)
; 6) преимущ. med. томиться, изнывать
ex. (ὑπὸ τοῦ ἄλγους Arph.; med. ἔρωτί τινος Xen. и ἔρωτά τινος Theocr.)