Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αφειδως
ἀφειδῶς
ἀ-φειδῶς
ион. ἀφειδέως
; 1) щедро, не скупясь, не жалея
ex. (διδόναι Her.; τῶν χρημάτων Plut.)
ἀ. ἑαυτῶν ἔχειν Arst. — не щадить себя
; 2) не щадя себя, бесстрашно
ex. (ὁρμῆσαι πρὸς τὸν πόλεμον Dem.; ἐφορμᾶν πρὸς τοὺς πολεμίους Plut.)
; 3) безжалостно, беспощадно
ex. (φονεύειν Her.; κολάζειν Xen.; χρῇσθαί τινι Plut.)