Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκτεμνω
ἐκτέμνω
ἐκ-τέμνω
эп.-ион. ἐκτάμνω
; 1) вырезывать ex. (ὀϊστὸν μηροῦ Hom.; ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Plat.); перен. очерчивать, описывать
ex. (τοιοῦτον σχῆμα ἐκτέμνουσιν αἱ ἀγόμεναι γραμμαί Arst.)
; 2) отрезывать, отрубать
ex. (μηρούς Hom.; πλόκαμον Eur.; γλῶσσαν Her.; φυτὰ ἐκτετμημένα Arst.)
; 3) перерезывать
ex. (τὸν λάρυγγά τινος Arph.; νεῦρα τῆς πόλεως Plut.)
; 4) вырубать, срубать
ex. (αἴγειρον Hom.; ἔλαιον Soph.; τὰ πρέμνα Lys.)
; 5) оскоплять, кастрировать
ex. (παῖδας Her.; τοὺς ἀλεκτρυόνας Plut.; ταῦρος ἐκτμηθείς Arst.)
οἱ ἐκτετμημένοι Arst. — кастраты
; 6) досл. подрезывать, перен. подсекать, разрушать
ex. (ἐλπίδας Anth.; τέν ἀλκήν Plut.)
; 7) med. усыплять бдительность, обезоруживать
ex. (τῇ φιλανθρωπίᾳ τινά Polyb.)