Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αγρυπνια
ἀγρυπνία
ион.
ἀγρυπνίη
ἡ
тж.
pl.
бодрствование, бессонница
Isocr.
,
Xen.
ex. ἀγρυπνίῃσι ἔχεσθαι
Her.
и
ἐν ἀγρυπνίᾳ εἶναι
Plat.
— страдать бессонницей