Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προφερης
προφερής
προ-φερής
ὁ
; 1)
ex. ( Hom. - только compar. προφερέστερος и superl. προφερέστατος) выдающийся, превосходный, отличный
ἅλματι πάντων προφερέστατος Hom. — превзошедший всех в прыжках;
αἱ (ἡμίονοι) βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι ἄροτρον Hom. — мулы лучше тянут плуг, чем волы
; 2) (compar. προφέρτερος, superl. προφέρτατος) старший (годами или на вид) Hes., Soph., Plat.
ex. νέοι ὄντες προφερεῖς φαίνονται Aeschin. — будучи молодыми, они кажутся старше (своих лет)