Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευχαρις
εὔχαρις
εὔ-χᾰρις
-ι, gen. ιτος τό
; 1) любезный, обходительный, приветливый, обаятельный
ex. (ἀστεῖος καὴ εὔ. Xen.; ὁ λόγος Plut.)
; 2) прелестный, очаровательный
ex. (ὀρνίθιον, τόπος Arst.)
; 3) благосклонный, милостивый
ex. (Ἀφροδίτη Eur.)
ἐν τῷ διδόναι εὔ. Plut. — щедрый