Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απροσδοκητος
ἀπροσδόκητος
ἀ-προσδόκητος
adj.=2 2
; 1) неожиданный, непредвиденный Aesch., Thuc., Arph., Plat., Plut.
ex. ἐξ ἀπροσδοκήτου Her., Plat. — неожиданно, врасплох;
ἀπροσδόκητον οὐδὲν εἴρηκας Soph. — в твоих словах нет ничего неожиданного
; 2) не ожидавший, не предвидевший, застигнутый врасплох
ex. (ἐπιθέσθαι τινὴ ἀπροσδοκήτῳ Thuc.; τὸν Πειραιᾶ καταλαβεῖν ἀπροσδόκητον Plut.)
ἀπροσδόκητοι ὡς ἤδη μαχούμενοι Thuc. — не ожидав, что им придется уже вступить в бой