Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταπιμπλημι
καταπίμπλημι
κατα-πίμπλημι
(fut. καταπλήσω) наполнять, переполнять, преисполнять
ex. (τινὰ φρονήματος Plut.; καταπιμπλάμενος ἀνομίας Plat.)
ὄμβρων ἐπιγενομένων, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς (acc. relat.) Plut. — в связи с наступившими ливнями их палатки наполнились грязью