Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταγλωττιζω
{*}καταγλωττίζω
(только impf. κατεγλώττιζον и part. pf. pass. κατεγλωττισμένος)
; 1) сладострастно целовать
ex. τὸ μέλος κατεγλωττισμένον Arph. — ласкающий напев
; 2) оглушать болтовней
ex. τέν πόλιν ποιεῖν κατεγλωττισμένην σιωπᾶν Arph. — своей болтовней привести (весь) город к молчанию
; 3) молоть языком, сплетничать
ex. διέβαλλε καὴ ψευδῆ κατεγλώττιζέ μου Arph. — (Клеон) оклеветал и оболгал меня