Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκτελεω
ἐκτελέω
ἐκ-τελέω
эп. тж. ἐκτελείω
; 1) доводить до конца, завершать
ex. (μέγα ἔργον Hom.; καλῶς τι Plut.)
ὅτε μῆνές τε καὴ ἡμέραι ἐξετελοῦντο Hom. — когда прошли месяцы и дни
; 2) осуществлять, выполнять
ex. (ὑπόσχεσιν Hom.; τὰ ἐντεταλμένα Eur.)
ἐπιθυμίην ἐκτελέσαι Her. — удовлетворить свою страсть
; 3) проделывать, совершать
ex. (ὁδόν Hom.)
ὧδε ἐκτελέεσθαι ὀΐομαι Her. — так именно, по-моему, и случится
; 4) справлять, праздновать
ex. (τὰ μυστήρια τῆς θεοῦ Plut.)