Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανακλαω
ἀνακλάω...
ἀνακλαίω, ἀνακλάω
тж. med.
; 1) разразиться рыданиями, зарыдать
ex. (ἀνακλαύσας μέγα Her.; δακρύων καὴ ἀνακλαιόμενος Plut.)
ἀνακλᾶσθαί τινί τί Soph. — со слезами жаловаться кому-л. на что-л.
; 2) оплакивать
ex. (τι Her. и τινα Theocr.)