Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ασθενης
ἀσθενής
ἀ-σθενής
adj.=2 2
; 1) слабый, слабосильный
ex. (δύναμις Her.; τῷ σώματι Dem.)
; 2) бессильный, неспособный
ex. (εἰς ταλαιπωρίην Her.; πόνον ἐνεγκεῖν Dem.)
; 3) бедный, неимущий
ex. (χρήμασιν Her.; ἀ. καὴ πένης Plat.)
; 4) ничтожный, жалкий
ex. (σοφιστής Her.; σόφισμα Aesch.)
; 5) мелкий, маловодный
ex. (ποταμός Her.)
; 6) легковесный, низкого удельного веса
ex. (ὕδωρ Her.)