Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επαφη
ἐπαφή
ἐπ-ᾰφή
-ῆς ἡ
; 1) прикосновение, касание
ex. (ταῖς ἐπαφαῖς ἐκτρίβεσθαι Plut.)
ἐξ ἐπαφῆς Aesch. — (простым) прикосновением;
ἐ. γίγνεταί τινι περί τι Plat. — происходит соприкосновение чего-л. с чем-л.
; 2) осязание
ex. (διὰ τῆς ἐπαφῆς αἰσθάνεσθαί τι Plat.)
; 3) подавление, укрощение
ex. (τῆς ἐκμελοῦς φιλοτιμίας Plut.)
; 4) порицание
ex. (ἐ. καὴ νουθεσία Plut.)