Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εοικος
ἐοικός...
εἰκώς, ἐοικός
ион. οἰκώς -υῖα -ός, gen. ότος <part. pf. к * εἴκω I>
; 1) похожий, сходный, подобный
ex. (τέκνα ἐοικότα τοῖς γεννήσασι Arst.)
φόβος ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος οὐδενὴ ἐοικώς Thuc. — ни с чем не сравнимый страх перед будущим;
λέγειν μύθοις εἰκότα Eur. — рассказывать баснословные, т.е. невероятные вещи;
καὴ τὰ ἐοικότα Sext. — и тому подобное
; 2) подходящий, подобающий, тж. разумный
ex. (ἄκοιτις Hom.; λόγοι Plat.). - см. тж. εἰκός