Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατεσθιω
κατεσθίω
κατ-εσθίω
эп. (fut. κατέδομαι, aor. 2 κατέφαγον, pf. κατεδήδοκα - эп. κατέδηδα; pf. pass. κατεδήδεσμαι)
; 1) съедать, пожирать
ex. (τοὺς τετριγῶτας νεοσσούς, ταῦρον, βοῦς Hom.; τὰ φύλλα Her.; ὑπ΄ ὄφεων κατεδηδεσμένος Arst.)
ὠμὸν κ. τινά Xen. — съесть живьем, т.е. полностью уничтожить кого-л.
; 2) перен. пожирать, истреблять, расточать
ex. (τὰ κοινά, τὰ πατρῷα Arph.; τὰ ὄντα Dem.; τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν NT.)
; 3) разъедать
ex. (οἱ λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι ὑπὸ ἅλμης Plat.)
; 4) терзать
ex. (ὁ ζῆλος κατέφαγέ - v. l. καταφάγεταί - με NT.). - см. тж. κατέδω