Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προερεω
προερέω
προ-ερέω
стяж. προερῶ (fut. к προεῖπον; pf. προείρηκα; pass.: aor. προερρήθην, pf. προείρημαι, ppf. προειρήμην, part. προρρηθείς)
; 1) сказать ранее или наперед
ex. (κατὰ τὰ προειρημένα и ἐκ τῶν προειρημένων Plat.)
ταῦτά μοι προειρήσθω Isocr. — скажу это в порядке введения
; 2) публично объявлять, предписывать
ex. (π. συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις Her.)
πόλεμος προερρήθη Xen. — война объявлена;
ἐς τέν προειρημένην ἡμέρην Her. — в назначенный день;
παρῆσαν ἔχοντες τὸ προειρημένον Her. — (персы) явились с предписанным (инвентарем);
προείρητο αὐτοῖς μέ ἐπιχειρεῖν Thuc. — им (= афинянам) было запрещено вступать в сражение