Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πρᾳος
πρᾷος
(πρᾶος) -πραεῖα, πρᾷον (πρᾶον), тж. πραΰς (ион. πρηΰς) -πραεῖα, πραΰ
; 1) нежный, мягкий, тихий
ex. (σέλας HH.; ὄαρος Pind.; φωνή Xen.; ἄνεμος Anth.)
; 2) несильный, легкий
ex. (ὠδῖνες Anth.; τιμωρίαι Plat.)
εἴτε χαλεπώτερα πάσχειν εἴτε καὴ πρᾳότερα Plat. — испытывать большие или меньшие страдания
; 3) (тж. π. τὸ ἦθος Plat.) кроткий, ласковый
ex. (τινι и πρός τινα Plat.; μακάριοι οἱ πραεῖς NT.)
; 4) спокойный, сдержанный
ex. (λόγοι, ἡδοναί Plat.)
; 5) ручной, прирученный
ex. (ἰχθύες Xen.)
; 6) успокоительный
ex. (φάρμακον Pind.)