Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαλανθανω
διαλανθάνω
δια-λανθάνω
(fut. διαλήσω, aor. 2 διέλαθον, pf. διαλέληθα) быть скрытым, незаметным
ex. (ὁ διαλεληθὼς σοφός Plut.)
διαλαθὼν εἰσέρχεται Thuc. — он незаметно входит;
σὲ τοῦτο διαλέληθε Plat. — это от тебя ускользнуло;
οὐδὲ γὰρ ἐμὲ τοῦτο διέλαθεν Isocr. — я этого не упустил из виду;
θεοὺς διαλαθεῖν Xen. — укрыться от богов;
διαλήσει χρηστὸς ὤν Isocr. — никто не узнает, что он честен;
ἵνα μέ τοιοῦτοι διαλάθοιεν Isocr. — чтобы такие (люди) не оставались в безвестности;
δεῖ μέ διαλεληθέναι, πῶς … Arst. — не должно оставаться неизвестным, каким образом …