Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακοιμιζω
κατακοιμίζω
κατα-κοιμίζω
; 1) усыплять, убаюкивать
ex. (τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παίδων Plat.)
κ. τοὺς πολεμίους Plut. — усыплять бдительность врагов
; 2) заставлять проспать
ex. (τῆς ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον Xen.). - см. тж. κατακοιμάω