Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διασκορπιζω
διασκορπίζω
δια-σκορπίζω
; 1) разбрасывать, рассеивать
ex. (παρωθεῖσθαι καὴ διασκορπίζεσθαι Polyb.; διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα NT.)
; 2) расточать, растрачивать, проматывать
ex. (τέν οὐσίαν NT.)