Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ελαχιστος
ἐλάχιστος
adj.=3 3
(ᾰ) <superl. к ἐλαχύς, μικρός и ὀλίγος> малейший, самый малый, наименьший
ex. (γέρας HH.; δύναμις Her.; ναῦς μέγισται καὴ ἐλάχισται Thuc.; χρόνος Arst.)
ἐ. τὸν ἀριθμόν Arst. — численно ничтожный;
δι΄ ἐλαχίστου (sc. χρόνου) Thuc. — в самое короткое время;
τὸ ἐλάχιστον Her., Xen., Plat., ἐπ΄ ἐλάχιστον Thuc. и ἐλάχιστα Thuc., Plat. — по меньшей мере;
παρ΄ ἐλάχιστον Dem. — чуть было (не);
περὴ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Plat. — не ставить ни во что;
ἐλαχίστου λόγου εἶναι Her. — иметь самое небольшое значение;
ἔστι τὸ ἴσον ἐν ἐλαχίστοις δυσίν Arst. — равенство предполагает по крайней мере два предмета;
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι (τὸ πῦρ) Thuc. — огонь чуть было (их) не уничтожил