Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συγκυπτω
συγκύπτω
συγ-κύπτω
; 1) склоняться, наклоняться, нагибаться
ex. (πρὸς ἀλλήλους Arst.)
; 2) быть согбенным
ex. (συγκύπτουσα καὴ μέ δυναμένη ἀνακύψαι NT.)
; 3) сближаться, сходиться
ex. τὰ κέρατα συγκύπτει Xen. — фланги сближаются;
συγκύψαντες ποιεῦσι τὰ ποιεῦσι Her. — в своих делах они действуют заодно;
τοῦτο δ΄ ἐς ἕν ἐστι συγκεκυφός Arph. — (все) это сводится к одному