Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαμεθιημι
διαμεθίημι
δια-μεθίημι
(только part. aor. διαμεθείς)
; 1) оставлять, бросать
ex. (τόνδε μόχθον Eur.)
; 2) выпускать из рук, ронять
ex. (ξίφος Eur.)
; 3) предоставлять
ex. (πατρῴαν τιμωρίαν τινί Eur.)