Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εισδεχομαι
εἰσδέχομαι
εἰσ-δέχομαι
староатт. ἐσδέχομαι, ион. ἐσδέκομαι
; 1) принимать, впускать, допускать
ex. (μηδαμοὺς ἐς τὸ ἱρόν Her.; τι οἶκον и τινα ἄντροις Eur.; τινα τειχέων Eur. и τοὺς φυγάδας Arst.; τῆς γῆς Soph.)
εἰ. τινα ὑπόστεγον Soph. — принять кого-л. под свой кров
; 2) воспринимать, усваивать
ex. (εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς Plat.; τὸν λόγον δι΄ ὤτων Plut.)