Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
εκκλαω
ἐκκλάω
ἐκ-κλάω
отламывать
ex. (τὰ παλαιὰ τοῦ σώματος μέρη ἐκκέκλασται
Plat.
; τῶν κλάδων τινὲς ἐξεκλάσθησαν
NT.
)
τὸ θράσος ἐκκέκλασται
Plut.
— мужество сломлено
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,