Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κακουργημα
κακούργημα
κᾰκ-ούργημα
-ατος τό
; 1) обман, подлог, мошенничество
ex. (ἐν τοῖς ξυμβολαίοις Plat.; ἐπιμένειν ἐπὴ τοῦ κακουργήματος Dem.)
; 2) вред, ущерб
ex. δίκην ἕκαστος πρὸς ἑκάστῳ τῷ κακουργήματι ξυνεπομένην προσεκτισάτω Plat. — пусть каждый платит возмещение, соответствующее (нанесенному им) ущербу