Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαδυσις
διάδυσις
διά-δυσις
-εως ἡ
; 1) проход
ex. (ἐς τὼς πόρως Plat.)
; 2) рудник, шахта
ex. (ὀρύγματα καὴ διαδύσεις Diod.)
; 3) уловка, увертка
ex. (διαδύσεις καὴ κακουργίαι Dem.; διαδύσεις καὴ παλινδικίαι Plut.)