Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπινω
ἐκπίνω
ἐκ-πίνω
(ῑ) (fut. ἐκπίομαι, aor. 2 ἐξέπιον - эп. ἔκπιον; pass.: fut. ἐκποθήσομαι, aor. ἐξεπόθην, pf. ἐκπέπομαι)
; 1) выпивать (sc. ἡδὺ ποτόν Hom.)
; 2) пить, сосать
ex. (οἱ κυνοραισταὴ ἐκπίουσι τὸ αἷμα Arst.)
; 3) всасывать, поглощать, вбирать в себя
ex. (αἵματ΄ ἐκποθένθ΄ ὑπὸ χθονός Aesch.; ὁ ὀχετὸς ἐκπίνει τὸ ὕδωρ Arst.)
; 4) перен. высасывать, иссушать, истощать
ex. (ὡς ἔχιδνά τινα Soph.; ὄλβον Eur.)
; 5) выпивать, осушать
ex. (χρύσεον κέρας Soph.)