Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διακρουω
διακρούω
δια-κρούω
; 1) проверять постукиванием
ex. (δ. τι, εἴθ΄ ὑγιές, εἴτε σαθρὸν φθέγγεται Plat.; αἱ πονηραὴ χυτραὴ διακρουόμεναι Luc.)
; 2) преимущ. med. отбивать, отталкивать, отбрасывать, отклонять, отвергать
ex. (πολλὰ τῶν λεγομένων Plut.)
δ. ἑαυτὸν ἔν τινι Plut. — мешать самому себе в чем-л.;
διακρούσασθαι τὸν παρόντα χρόνον Dem. — оттянуть время;
διακρουσθῆναι τῆς τιμωρίας Dem. — уклониться от наказания;
τοὺς μὲν δεήσει, τοὺς δ΄ ἀπειλῇ διακρουσάμενος Plut. — отделавшись от одних просьбами, а от других угрозами;
ῥαδίως διακρούσασθαι τέν ἀπορίαν Plut. — легко справиться с затруднением
; 3) med. вводить в заблуждение, надувать, обманывать
ex. (τινα Her., Dem.)
φυλακὰς διακρούσασθαι Dem. — обмануть бдительность стражей