Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απολαμβανω
ἀπολαμβάνω
ἀπο-λαμβάνω
(fut. ἀπολήψομαι - ион. ἀπολάμψομαι, aor. 2 ἀπέλαβον, pf. ἀπείληφα)
; 1) получать взамен
ex. (μισθόν Her., Xen., Plut.; χάριν Xen., Plut.; ὅρκους Aeschin.; ἔπαινον Plut.)
τὸ κάλλιστον τέλος ἀπολαβεῖν Plut. — умереть прекраснейшей смертью
; 2) получать обратно, отвоевывать
ex. (τέν τυραννίδα Her.; τέν ἡγεμονίαν Isocr.; πόλεις Polyb.)
; 3) отводить в сторону
ex. (τινὰ μόνον Arph.; med. NT.)
οὐ κατὰ ὅλον, ἀλλ΄ ἀπολαβὼν μέρος Plat. — не в целом, а в отдельно взятой части;
ὑπ΄ ἀνέμων ἀπολαμφθέντες Her. — занесенные ветрами
; 4) брать, захватывать
ex. (τι Thuc., Polyb.)
; 5) охватывать, окружать
ex. (τείχει Thuc.; ἀπολαμφθέντες πάντοθεν Her.)
; 6) задерживать
ex. (ἀπολαμφθέντες ὑπ΄ ἀπλοίας Thuc.)
ἀ. τέν ἀναπνοήν τινος Plut. — душить кого-л.;
χειμῶνι ἀποληφθείς Dem. — застигнутый непогодой