Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμφρασσω
ἐμφράσσω
ἐμ-φράσσω
атт. ἐμφράττω
; 1) заграждать, преграждать, запирать
ex. (αἱ νῆες τὸ μεταξὺ ἐμφράξασαι Thuc.; τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων Polyb.; τέν διέξοδον Plut.)
ἐμφράξαι ταῖς αἰτίαις τὰς τιμωρίας Aeschin. — отвести наказания (встречными) обвинениями;
ἐμφράξειν τὰς βοηθείας τινός Diod. — отрезать путь чьим-л. вспомогательным войскам
; 2) затыкать
ex. (πόρους Arst., Polyb.; στόμα Dem., Plut.; med. τὸ κεχηνὸς τοῦ πίθου Luc.)
; 3) разгораживать, разобщать
ex. (Ἰσθμὸς ἐμφράσσων τὰς θαλάσσας Plut.)