Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
θλιψις
θλῖψις
-εως
ἡ
; 1)
давление
ex. ὑπείκειν τῇ θλίψει
Arst.
— уступать давлению
; 2)
гнет, притеснение
ex. (
θ.
ἢ διωγμός
NT.
)
; 3)
мука, скорбь
ex. (ἐν πάσῃ τῇ ἀνάγκῃ καὴ θλίψει
NT.
)