Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταστημα
κατάστημα
κατά-στημα
-ατος τό
; 1) состояние, свойство
ex. (τοῦ σώματος Plut.)
ὡσαύτως ἐν καταστήματι NT. — как подобает (их) состоянию;
τὸ σύνηθες κ. Plut. — обычное состояние
; 2) организация, устройство, конституция
ex. (Λακωνικόν Polyb.)
; 3) состояние погоды
ex. (θερινόν Plut.)