Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
τομος
τομός
τομός adj=3 3 [adj. verb. к τέμνω]
; 1) режущий, острый (σφαγεύς Soph.; λόγος τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν NT);
; 2) въедающийся, жгучий (πῦρ Plat.);
; 3) резкий, решительный (πράξεις Luc.).