Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατακολουθεω
κατακολουθέω
κατ-ακολουθέω
; 1) следовать, идти вслед
ex. (τινι NT.)
; 2) следовать, сообразоваться
ex. (προῃρημένοις τινὸς περί τινος Polyb.; τῷ νόμῳ Plut.; τῇ διανοίᾳ τινός Sext.)
κ. ταῖς τῶν τόπον ὀχυρότησιν Polyb. — выбирать себе крепкие позиции