Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προετικος
προετικός
προ-ετικός
adj.=3 3
; 1) (легко) испускающий
ex. καθεκτικώτερός ἐστιν ἢ προετικώτερος ὁ καθεύδων τοῦ πνεύματος Arst. — спящий легче вдыхает, чем выдыхает
; 2) щедрый
ex. π. τοῖς τυχοῦσι Arst. — щедро дающий каждому встречному
; 3) легко тратящий, расточительный
ex. (π. καὴ φιλόδωρος Xen.; δαπάνης Plat.; χρημάτων Arst.)