Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προεξαπαταω
προεξαπατάω
προ-εξᾰπᾰτάω
v. l. προσεξαπατάω ранее обманывать
ex. ἔστι τὰ ἀστεῖα τὰ πλεῖστα διὰ μεταφορᾶς καὴ ἐκ τοῦ προεξαπατᾶν Arst. — большинство ходячих метафорических выражений построено на обмане (иллюзии)