Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαστατικος
διαστατικός
δια-στᾰτικός
adj.=3 3
; 1) разъединяющий, разделяющий
ex. (τὸ πῦρ διαστατικόν ἐστι καὴ διαιρετικόν Plut.)
; 2) вызывающий разлад, сеющий смуту
ex. (λόγοι Plut.)
; 3) раздельно произносящий, отчеканивающий
ex. (τῶν ὀνομάτων Diog.L.)