Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κολοβοω
κολοβόω
; 1) увечить, обрубать
ex. (τοὺς ἀνθρώπους Polyb.)
; 2) отсекать, отрезать
ex. (τέν ῥῖνα Diod.)
; 3) сокращать
ex. (κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι NT.)
κεκολοβωμένοι πόδες Arst. — укороченные конечности (о ластах тюленей)