Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαρπαζω
διαρπάζω
δι-αρπάζω
(fut. διαρπάσομαι)
; 1) разрывать, растерзывать
ex. (ἄρνας Hom.; διαρπάζεσθαι ὑπὸ θηρίων Plat.)
; 2) расхищать, подвергать разграблению
ex. (πόλιν Hom., Xen., Plut.; τὰ κτήματα Arst.; ἀποσκευάς Plut.; τὰ διαρπασθησόμενα ὑπὸ τοῦ πολέμου Dem.)
; 3) сметать, заметать
ex. (ἄνεμος διαρπάζει τὰ ἴχνη Xen.)