Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εποχεομαι
ἐποχέομαι
ἐπ-οχέομαι
(на чём-л)
; 1) ехать, ездить
ex. (ἵπποις, ἅρμασιν Hom.)
τρέφειν κάμηλον ὥστ΄ ἐποχεῖσθαι Xen. — выкармливать верблюда для (верховой) езды
; 2) парить, носиться
ex. (τῷ ἀέρι Plut.)
; 3) ирон. важно выступать, величаво шествовать
ex. (ἐμβάταις ὑψηλοῖς и ἀναπκίστοις μέτροις Luc.)