Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιζεω
ἐπιζέω
ἐπι-ζέω
(fut. ἐπιζέσω, aor. ἐπέζεσα)
; 1) кипеть, вскипать, закипать, бурлить
ex. (κλύδων ἐπιζέσας Plut.; перен. χολέ ἐπιζεῖ Arph.)
ἡ νεότης ἐπέζεσε Her. — юношеский дух вскипел
; 2) разгораться, вспыхивать
ex. (θυμάλωψ ἐπέζεσεν Arph.; перен. ἐπιζέσαντος τοῦ πάθους Luc.)
κέντρα ἐπιζέσαντα Soph. — жгучие жала;
δεινόν τι πῆμα Πριαμίδαις ἐπέζεσε θεῶν ἀναγκαῖον τόδε Eur. — божественный рок обрушился страшным бедствием на потомков Приама
; 3) кипятить
ex. (χάλκεον λέβητα πυρί Eur.)