Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταφαινω
καταφαίνω
κατα-φαίνω
(med.-pass. fut. καταφᾰνήσομαι, aor. κατεφάνην)
; 1) воочию показывать, объявлять
ex. (τοῦτον λόγον Pind.)
; 2) med.-pass. становиться ясным, показываться
ex. (Κρίσης κατεφαίνετο κόλπος HH.; τινί Her.)
; 3) med.-pass. казаться
ex. ὡς καταφαίνεταί μοι εἶναι Her. или ὥς γε καταφαίνεται ἐμοί Plat. — как мне кажется;
ὀρθῶς κατεφάνης λέγων Plat. — ты, кажется, сказал правильно