Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυμφυω
ξυμφύω
συμ-φύω
(aor. συνέφυσα; для неперех. значений - med. с aor. 2 συνέφυν и pf. συμπέφῡκα)
; 1) сращивать, соединять
ex. (τινὰς εἰς τὸ αὐτό Plat.; τὰ ὁμογενῆ καὴ μέ ὁμογενῆ Arst.)
; 2) сращиваться, соединяться
ex. (εἰς ἕν Plat.; πρός τι Plut.; συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι NT.)
ξυμπεφυκέναι ἀλλήλοις Plat. — срастись друг с другом
; 3) быть однородным, родственным
ex. (τινί Arst.)
; 4) сближаться, сживаться
ex. δεῖ συμφῦναι, τούτῳ δὲ χρόνου δεῖ Arst. — (с этими мыслями) нужно сжиться, а для этого требуется время
; 5) льнуть, припадать, цепляться
ex. (τοῖς χωρίοις ἀποτόμοις Plut.)