Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκφυω
ἐκφύω
ἐκ-φύω
; 1) (по)рождать, производить на свет
ex. (παῖδές τινι Soph.; Ἀγαμέμνονα Ἀερόπης λέκτρων ἄπο Eur.; ἡ γῆ ἐκφύουσα πάντα Arst.; πλῆθος μυῶν Plut.)
; 2) выращивать
ex. (τὰ κέρατα Arst.)
; 3) med.-pass. (aor. 2 ἐξέφῡν, pf. ἐκπέφῡκα - эп. ἐκπέφυα) досл. вырастать, перен. рождаться
ex. (ἐλευθέρου πατρός Soph.)
γῆς ἐκπεφυκέναι μητρός Eur. — родиться от матери-земли;
τὰ ἐκφυόμενα Arst. — растения;
λάλημα ἐκπεφυκός Soph. — прирожденный болтун