Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιαιρεω
περιαιρέω
περι-αιρέω (aor. 2 περιεῖλον - inf. περιελεῖν) med. тж. в знач. act.
; 1) снимать, удалять (τὸν χιτῶνα Arst.; δέρματα σωμάτων Plat.; τὸ κάλυμμα NT):
περιελόμενος τὴν κυνέην Her. сняв с себя шлем;
τῶν βιβλίων ἓν ἕκαστον περιαιρεόμενος Her. распечатывая каждую из грамот;
; 2) разрушать, срывать (τὸ τεῖχος π. Her., Thuc.);
; 3) поднимать (τὰς ἀγκύρας NT);
; 4) отнимать, лишать (ἐλευθερίαν τινὸς περιελέσθαι Dem.; περιῃρεῖτο πᾶσα ἐλπίς NT):
π. τινα τὸ μελετᾶν Xen. освобождать кого-л. от забот;
τὸ περιελέσθαι τινὸς τὰ ὅπλα Xen. обезоружение кого-л.;
περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους Dem. лишенные денег и союзников.