Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μεταμελομαι
μεταμέλομαι
μετα-μέλομαι
раскаиваться, сожалеть
ex. (τινι Plat.; ἐπί τινι Diod.)
μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι Thuc. — они раскаивались, что не заключили договора;
τὸ μεταμελησόμενον Xen. — то, о чем придется жалеть;
ὁ μεταμελόμενος Xen., Arst. и ὁ μεταμεληθείς NT. — раскаивающийся (раскаявшись) - см. тж. μεταμέλω