Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυμμαχεω
ξυμμαχέω
συμ-μᾰχέω
; 1) совместно сражаться, помогать в борьбе, быть (боевым) союзником Aesch., Thuc.
; 2) помогать, содействовать
ex. (τινι Soph., Plat.)
τὸ χωρίον συμμαχέει κολωνὸς ἐὸν ὥστε τοιοῦτο εἶναι Her. — холмистый характер местности способствует этому;
ὑπὸ τούτων ἁπάντων συμμαχούμενος Luc. — поддерживаемый всеми ими